σκληρογνώμων

σκληρογνώμων
-όγνωμον, Μ
σκληρόκαρδος, άσπλαγχνος, άκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκληρογνώμων — hard hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρογνώμονα — σκληρογνώμων hard hearted neut nom/voc/acc pl σκληρογνώμων hard hearted masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρόγνωμον — σκληρογνώμων hard hearted masc/fem voc sg σκληρογνώμων hard hearted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρογνωμόνως — σκληρογνώμων hard hearted adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρογνώμονας — σκληρογνώμων hard hearted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • σκληρογνωμοσύνη — ἡ, Μ [σκληρογνώμων] η ιδιότητα τού σκληρογνώμονος, σκληροκαρδία, αναλγησία, ασπλαχνιά …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”